ἀμπελῶνες

ἀμπελῶνες
ἀμπελών
vineyard
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Κροατία — I Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κροατίας Έκταση: 56.542 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.535.054 (2001) Πρωτεύουσα: Ζάγκρεμπ (691.724 κάτ. το 2001)Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΝΑ με τη Βοσνία Ερζεγοβίνη και το …   Dictionary of Greek

  • Σλοβενία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Αυστρία, στα ΒΑ με την Ουγγαρία, στα Δ με την Ιταλία, και στα Ν ΝΔ με την Κροατία.Η Σλοβενία είναι μια χώρα λίγο μικρότερη σε έκταση από την Πελοπόννησο. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο της… …   Dictionary of Greek

  • αμπελότοπος — ο 1. τόπος κατάλληλος για τη φύτευση αμπέλου, τόπος όπου ευδοκιμεί η άμπελος 2. τόπος που περιέχει αμπέλια, αμπελώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀμπελότοπος < ἄμπελος + τόπος] …   Dictionary of Greek

  • κρεμμύδι — Λαχανικό της οικογένειας alliaceae, γνωστό με την επιστημονική ονομασία Allium cepa. Πρόκειται για μονοκοτυλήδονη αειθαλή πόα, που μπορεί να φθάσει σε ύψος τα 60 εκ. Ανθοφορεί από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο και τα άνθη της είναι ερμαφρόδιτα και… …   Dictionary of Greek

  • κτήμα — Επίσημη ονομασία της κυπριακής πόλης Πάφου μέχρι το 1971. Βλ. λ. Πάφος. * * * και χτήμα, το (AM κτῆμα) [κτώμαι] 1. αυτό που αποκτήθηκε από κάποιον, αυτό που κατέχει κάποιος, αυτό που ανήκει στην κυριότητα κάποιου (α. «αυτό το βιβλίο δεν είναι… …   Dictionary of Greek

  • οινοπνευματοποιία — Η βιομηχανία της παραγωγής οινοπνεύματος και οινοπνευματωδών ποτών. Βασικά, ο όρος σημαίνει την παραγωγή οινοπνεύματος με απόσταξη αλλά ο ίδιος όρος αναφέρεται και στα εργοστάσια παρασκευής ποτών που προέρχονται από ζύμωση, όπως τα κρασιά. Τα… …   Dictionary of Greek

  • πρασιά — (allium). Με την ονομασία αυτή (λέγεται και αγριοπρασιά), χαρακτηρίζονται 3 φυτά. Το 1ο, που επιστημονικά ονομάζεται άλλιο το μέλαν ανήκει στην οικογένεια των λειλιδών. Είναι πολυετής πόα, με βλαστό ισχυρό κυλινδρικό, ύψους 40 80 εκ., με βολβό… …   Dictionary of Greek

  • σερ — (Cher). Νομός της Γαλλίας (έκτ. 7.235 τ. χλμ., 321.900 κάτ.) με πρωτεύουσα την πόλη Μπουρζ (Bourges). Ο νομός είναι καθαρά αγροτικός. Υπάρχουν εκεί μεγάλες εκτάσεις καλλιεργημένες με σιτηρά, καθώς και αμπελώνες που παράγουν εκλεκτό κρασί.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”